ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
ο1. μέλος του μυστικοσυμθουλίου2. έμπιστο πρόσωπο το οποίο συμβουλεύεται κάποιος για τις ιδιωτικές του υποθέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός + σύμβουλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στην Εφετηρίδα του Α. Ι. Κλάδου].