νέφρησις
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
-εως, ἡ, pain in the kidneys, dub. in Glossaria.
Greek Monolingual
νέφρησις, ἡ (Α)
πόνος τών νεφρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + -ησις, μέσω αμάρτυρου νεφρῶ].