ναρκαλιεύω

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

συλλέγω νάρκες από τη θάλασσα με ναρκαλιευτικό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + αλιεύω].