δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ναυβαρῶ, -έω (Α)φορτώνω πλοίο υπερβολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -βαρῶ (< -βαρής < βάρος), πρβλ. ισοβαρώ].