ναυπάθεια

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source

Greek Monolingual

η
η ναυτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. naupathia (< ναῦς «πλοίο» + -πάθεια < -παθής < πάσχω)].