κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(Α ναυπηγῶ, -έω) ναυπηγόςκατασκευάζω πλοία («ἐναυπηγοῦν το νεῶν στόλον», Θουκ.)αρχ.(το μέσ.) ναυπηγοῦμαι, -έομαι(μτφ) επινοώ, μηχανώμαι.