ναυπρύτανις
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
[ῠ], ιος, ὁ, ruling ships or the sea, δαίμων Pi. Pae.6.130.
English (Slater)
ναυπρῠτᾰνις f. adj., ruling ships κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ Αἴγινα: the genius for your mastery of ships ) (Pae. 6.130)
Greek Monolingual
ναυπρύτανις, ὁ (Α)
1. αυτός που διοικεί τα πλοία
2. (για θεό) αυτός που είναι κυρίαρχος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρύτανις.