νεκροκεφαλή

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η
κεφαλή νεκρού χωρίς σάρκες, κρανίο σκελετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η. λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].