νερούτσικον

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

νερούτσικον, τὸ (Μ)
(υποκορ. του νερό) νεράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + υποκορ. κατάλ. -ούτσικον, ουδ. της κατάλ. -ούτσικος].