νευρίτιδα

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. βλάβη νεύρου ανεξάρτητα από την αιτιολογία της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrite < νεύρο + κατάλ. -ίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. νευρῖτις, μαρτυρείται από το 1878 στον Αν. Αναγνωστάκη].