νευρασθενικός

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρασθένεια
2. (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενής.
επίρρ...
νευρασθενικώς και -ά
με νευρασθενικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].