νευρασθενής
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
-ές
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurasthenic < νευρ(ο)- + ασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].