νευρασθενής

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

-ές
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurasthenic < νευρ(ο)- + ασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].