νευρασθένεια

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η
ιατρ. κατάσταση σωματικής και ψυχικής αδυναμίας, με πολλαπλές αιτιάσεις του πάσχοντος από όλο το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurasthenia < νευρ(ο)- + ασθένεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].