νευροποιητικός

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροποιητικός Medium diacritics: νευροποιητικός Low diacritics: νευροποιητικός Capitals: ΝΕΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: neuropoiētikós Transliteration B: neuropoiētikos Transliteration C: nevropoiitikos Beta Code: neuropoihtiko/s

English (LSJ)

νευροποιητική, νευροποιητικόν, making sinews, Gal.Nat.Fac.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

νευροποιητικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν νεῦρα, Γαλην. 5. 12.

Greek Monolingual

νευροποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + ποιῶ].