πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
νεφηδόν (Α)επίρρ. όπως τα σύννεφα, σαν σύννεφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. σωρηδόν)].