νεφηδόν

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

νεφηδόν (Α)
επίρρ. όπως τα σύννεφα, σαν σύννεφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. σωρηδόν)].