λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
νεόχερσος: γῆ, γῆ χέρσος νεωστὶ ἀροθεῖσα, «γῆ νεωστὶ εἰργασμένη» Ἡσύχ., ἔνθα νεώχερμος.
νεόχερσος, -ον (Α)
φρ. «νεόχερσος γῆ» — ακαλλιέργητη γεωργική έκταση που μόλις οργώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χέρσος.