νεύρα

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

νεύρα, ἡ (Μ)
1. νεύρο
2. μυώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του νεῦρον (τὸ) με αλλαγή γένους].