νηπιοτροφώ

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

νηπιοτροφῶ, -έω (Α)
ανατρέφω νήπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + -τροφῶ (< «τρόφος < τρέφω), πρβλ. κτηνοτροφώ, παιδοτροφώ].