νομικῶς

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

French (Bailly abrégé)

adv.
légalement.
Étymologie: νομικός.

Russian (Dvoretsky)

νομικῶς: законным образом, на законном основании, по закону Arst. etc.