νομοποιώ

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

Greek Monolingual

νομοποιῶ, -έω (Α)
συντάσσω νόμους, νομοθετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ποιῶ (< -ποιός)].