νομοποιώ

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

νομοποιῶ, -έω (Α)
συντάσσω νόμους, νομοθετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ποιῶ (< -ποιός)].