νταβαντούρι

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

και νταβατούρι και ταβατούρι, το
1. έντονος θόρυβος που συνδυάζεται με αταξία και σύγχυση ως απόρροια συρροής πλήθους ανθρώπων
2. καβγάς, συμπλοκή, επεισόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tevatur «πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο»].