νταμιτζάνα
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
Greek Monolingual
και νταμετζάνα και δαμετζάνα, η
μεγάλο γυάλινο δοχείο υγρών, κυρίως κρασιού ή λαδιού, περιτυλιγμένο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. damegiana ή γαλλ. dame-jeanne (βλ. λ. δαμετζάνα)].