εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
και νταμετζάνα και δαμετζάνα, ημεγάλο γυάλινο δοχείο υγρών, κυρίως κρασιού ή λαδιού, περιτυλιγμένο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. damegiana ή γαλλ. dame-jeanne (βλ. λ. δαμετζάνα)].