δαμετζάνα

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

και νταμιτζάνα, η
δοχείο υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) damegiana ή < γαλλ. dame -jeanne < dame «κυρία» + Jeanne «Ιωάννα». Η απόδοση με δ- (:δαμετζάνα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως (πρβλ. βόμβα - μπόμπα, μοδέλο - μοντέλο). Πιθ. το σχήμα του δοχείου επηρέασε και την ονομασία του (πρβλ. ιταλ. damigiana, αγγλ. demijohn)].