νυκτιτροπισμός

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source

Greek Monolingual

ο
βοτ. βλ. νυκτοτροπισμός.