νυκτοτροπισμός

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

και νυκτιτροπισμός, ο
βοτ. τροπισμός υπό την επίδραση του σκότους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctitropism < νύξ, νυκτός + τροπισμός].