νυκτοβασία

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source

Greek Monolingual

η νυκτοβάτης
1. η υπνοβασία
2. η ιδιότητα και η κατάσταση του νυκτοβάτη, του υπνοβάτη.