νυκτοπεριπατώ

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

νυκτοπεριπατῶ, -έω (Μ)
περπατώ τη νύχτα, νυχτοπερπατώ.