νυκτοπεριπατώ

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

νυκτοπεριπατῶ, -έω (Μ)
περπατώ τη νύχτα, νυχτοπερπατώ.