νυχτοπερπατώ

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

-άω
1. περπατώ τη νύχτα
2. συνηθίζω να περνώ τη νύχτα έξω από το σπίτι μου διασκεδάζοντας ή κάνοντας παράνομη ζωή.