νυκτοφύλακας
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Greek Monolingual
και νυχτοφύλακας, ο (Α νυκτοφύλαξ, -ακος)
αυτός που φρουρεί έναν χώρο κατά τη νύχτα
νεοελλ.
στρ. νοσοκόμος ο οποίος επιβλέπει τους ασθενείς στρατιώτες κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φύλαξ.