νωρίς

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek Monolingual

και ενωρίς
επίρρ.
1. προτού έλθει ή προτού περάσει ο καθορισμένος χρόνος, γρήγορα (α. «έφυγε νωρίς από τη δουλειά του» β. «είναι πολύ νωρίς ακόμη για να εμφανιστεί»)
2. έγκαιρα, πάνω στην ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ενωρίς σχηματίστηκε από τη φρ. ἐν ὥρᾳ αρχικά ως ἐνωρί κατά το αρχ. ἀωρί και, στη συνέχεια, με κατάληξη -ς, κατά τα επιρρ. ἄχρις, μέχρις. Ο τ. νωρίς < ἐνωρίς με σίγηση του αρκτ. ε-].