λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
τοξεχασιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεχασ- (πρβλ. αόρ. ξέχασ-α) του ξεχνώ + κατάλ. -μα].