ξέχειλος

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για δοχεία) γεμάτος ώς τα χείλη, υπερπλήρης
2. (για υγρά) αυτός που ξεχειλίζει, που ξεπερνά τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + χείλος].