ξανάνιωμα

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

το ξανανιώνω
1. αναζωογόνηση, ανανέωση
2. η επιστροφή τών χαρακτηριστικών της νεότητας στον γηράσκοντα οργανισμό.