ξανθοχρωμία

From LSJ

Greek Monolingual

η
1. ανθρωπολ. φυλετικό ή ατομικό γνώρισμα που βασίζεται στο ξανθό χρώμα τών τριχών του σώματος, αλλά και στο λευκό χρώμα του δέρματος και στο γαλανό της ίριδας τών οφθαλμών
2. ιατρ. κίτρινη χρώση του δέρματος, ιδίως τών πελμάτων και τών παλαμών, του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και του πλάσματος του αίματος, η οποία οφείλεται σε μακροχρόνια λήψη καροτενοειδών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthochromia < ξανθός + -χρωμία (< χρώμα)].