ξεδιψώ
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
-άω (Μ ξεδιψῶ)
1. καταπραΰνω τη δίψα κάποιου
2. παύω να διψώ («ήπια μια πορτοκαλάδα και ξεδίψασα»)
3. μτφ. ικανοποιώ. Ι
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + διψώ].