ξεθώριασμα

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source

Greek Monolingual

το ξεθωριάζω
το αποτέλεσμα του ξεθωριάζω, η απώλεια του χρώματος («το ξεθώριασμα του τοίχου»).