ξεκουβαριάζω

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source

Greek Monolingual

ξετυλίγω κουβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κουβαριάζω (< κουβάρι)].