ξεκουβαριάζω
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Greek Monolingual
ξετυλίγω κουβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κουβαριάζω (< κουβάρι)].
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
ξετυλίγω κουβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κουβαριάζω (< κουβάρι)].