ξεκουβαριάζω

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ξετυλίγω κουβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + κουβαριάζω (< κουβάρι)].