Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
-α, -ικο- αποβλακωμένος, ξεμωραμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκούτης + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κιτρινιάρης)].