ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
οανόητος, μωρός, ξεκουτιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. του ξεκουτιαίνω].