κιτρινιάρης

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο κίτρινος
κίτρινος στην όψη, χλομός, ωχρός από αρρώστια ή από νοσηρή ιδιοσυγκρασία.