Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιτρινιάρης

From LSJ

Greek Monolingual

-α, -ικο κίτρινος
κίτρινος στην όψη, χλομός, ωχρός από αρρώστια ή από νοσηρή ιδιοσυγκρασία.