ξεμυγιάζω

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

διώχνω τις μύγες από επιφάνεια στην οποία έχουν επικαθήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μύγα].