ξενοκοιμάμαι

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

και ξενοκοιμούμαι
1. κοιμάμαι σε ξένο σπίτι
2. διανυκτερεύω στο σπίτι ερωμένου ή ερωμένης.