ξενοκοιμάμαι

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

και ξενοκοιμούμαι
1. κοιμάμαι σε ξένο σπίτι
2. διανυκτερεύω στο σπίτι ερωμένου ή ερωμένης.