ξεπλέκω

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

1. λύνω κάτι πλεγμένο, ξηλώνω («ξέπλεξα το πουλόβερ»)
2. αφήνω λυτά τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλέκω (αόρ. ἐξ-έπλεξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].