ξεροκέφαλος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
Greek Monolingual
-η, -ο
1. διανοητικά νωθρός, χοντροκέφαλος
2. υπερβολικά ισχυρογνώμων, πεισματάρης.