ξηρόκηπος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόκηπος: ὁ, = τῷ προηγ., Μαρτύριον τῶν κ΄ πατέρων 44.
Greek Monolingual
ξηρόκηπος, ὁ (Μ)
το ξηροκήπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κῆπος.